Increase font size Default font size Decrease font size Narrow screen resolution Wide screen resolution Auto adjust screen size

ΣΥΝΤΟΜΟΝ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΧΙΑΣ.
Ὁ τά πάντα οἰκονομῶν Κύριος, ἐν τῇ θείᾳ Αὐτοῦ προνοίᾳ, ηὐλόγησεν τήν ἐν Κύπρῳ Ἐξαρχίαν τοῦ Παναγίου καί Ζωοδόχου Αὐτοῦ Τάφου, ἳνα ἐγκαινιάσῃ τήν νέαν ἐκκλησιαστικήν ἓδραν αὐτῆς, εἰς τήν Λευκωσίαν. Εὐθύς μετά τήν ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων, διά τῆς ὁποίας, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βόστρων κ. Τιμόθεος, ὡρίσθῃ Ὑπεύθυνος διά τήν ἀνασυγκρότησιν τῆς Ἐξαρχίας, ἡ δημιουργία συγκροτήματος, ἀρμόζοντος εἰς τήν ἱστορικήν καί πνευματικήν παρουσίαν αὐτῆς ἐν τῇ Μεγαλονήσῳ, ἀπετέλεσεν πρώτιστον μέλημα αὐτοῦ. Τό ἐγχείρημα ἦτο δύσκολον, ἀπητήθη συνεχής καί κοπιώδης προσπάθεια, ἀλλά καί πολύπλευρος φροντίς, ἐπί ὃλην ὀκταετίαν, διά τήν ἐπίτευξιν τοῦ σκοποῦ. Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι ὢθησαν εἰς τήν δημιουργίαν τοιούτου οἰκοδομήματος εἶναι προφανεῖς, ἐφ’ ὃσον τό ἱστορικόν Μοναστήριον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῡ Χρυσοστόμου, ἐν Κουτσοβέντῃ, τό ὁποῖον ἀπετέλει τήν ἓδραν τῶν ἑκάστοτε Ἐξάρχων, ἐν Κύπρῳ, μετά τήν Τουρκικήν εἰσβολήν τοῦ 1974, παρανόμως καί αὐθαιρέτως κατακρατεῖται ὑπό τοῦ Τουρκικοῦ Στρατοῦ, θέσαντος ἐν ἐξορίᾳ τούς νομίμους κατόχους τοῦ Μοναστηρίου, τά δέ ἓτερα δύο ἱστορικά καί ἱερά Μοναστήρια τῆς Ἐξαρχίας, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ρηγάτη καί τῆς Παναγίας τῆς Ἀψινθιωτίσσης, εὑρισκόμενα καί ταῦτα ὑπό κατοχικόν καθεστώς, βαναύσως συλληθέντα, ἒχουσιν ἐγκαταλειφθῇ εἰς τήν φθοράν τοῦ χρόνου. Ἡ πρωτοβουλία, ἒτυχεν τῆς εὐλογίας καί ἀμερίστου συμπαραστάσεως τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου τοῦ Γ΄ καί τῆς περί αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, τῆς συγκαταθέσεως δέ καί ἠθικῆς ἐνισχύσεως τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Κύπρου, Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Χρυσοστόμου τοῦ Β΄, προφρόνως συμμετασχόντος μετ’ ἂλλων Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου καί εἰς τήν τελετήν καταθέσεως τοῦ Θεμέλιου Λίθου τοῦ Ναοῦ. Ὁ χῶρος τοῦ οἰκοπέδου, ἐπελέγη ὑπό τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου, ὡς γειτνιάζων μετά τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς ἀφ’ ἑνός καί ἀφ’ ἑτέρου, διότι εἰς τό διατηρητέον, ἐστεγάζετο παλαιότερον ὁ Ἒξαρχος τοῦ Παναγίου Τάφου. Ἡ μελέτη καί ἐκπόνησις τῶν σχεδίων τοῦ συγκροτήματος ἀνετέθη εἰς τό Γραφεῖον «Ἀρχιτεκτονικό Ἐργαστήρι» Ἰ. Ἀγησιλάου καί Γ. Καλαβᾶ καί οἱ ἲδιοι ἀρχιτέκτονες εἶχον τήν ἐπίβλεψιν τῆς ἐκτελέσεως τοῦ ἒργου, τό ὁποῖον ἐντός διετίας ἒφερεν εἰς πέρας, ἐπιτυχῶς, ἡ ἐργοληπτική Ἑταιρεία «Ἀ. Μ. Ἀνδρονίκου». «...Πριν την επέμβαση, το τεμάχιο χρησιμοποιείτο σαν άτυπος χώρος στάθμευσης και σαν χώρος για μπάζα και σκουπίδια. Το σημείο αυτό αποτελούσε μια μεγάλη λακούνα (κενό) στον σφιχτοδεμένο πολεοδομικό ιστό της παλιάς πόλης... Τό παλαιό διατηρητέο διώροφο ανακαινίστηκε και δεξιά-αριστερά προστέθηκαν δύο νέες πτέρυγες πάνω στο ίχνος των κτιρίων που προϋπήρχαν (σύμφωνα με τα χωρομετρικά σχέδια), αποκαθιστώντας έτσι τον οικοδομικό ιστό της παλιάς πόλης.... Ἐτηρήθη ἡ Μοναστηριακή τυπολογία, με περιμετρικές στοές, την εκκλησία στο κέντρο και περίκλειστη αυλή.....» (ἐκ τῆς Ἐκθέσεως ἀρχιτεκτόνων). Τό ὃλον οἰκοδόμημα ἐμπερικλείει ἐν τῷ μέσῳ αὐτοῦ τόν ἀνεγερθέντα ἐκ βάθρων Ἱερόν Ναόν, ὡς τόν πνευματικόν χῶρον λατρείας, ὁ ὁποῖος ἁγιάζει τάς σχέσεις τῶν εὐλαβῶν ὀρθοδόξων Κυπρίων προσκυνητῶν, μετά τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων καί μεταφέρει τούτους πνευματικῶς, κατά τάς ἱεράς ἀκολουθίας, εἰς τήν κοιτίδα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ναός, ὣρισται ἳνα τιμᾶται εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, ἐφ’ ὃσον δέν ὑφίσταται ἓτερος ναός εἰς τό ἐλεύθερον τοὐλάχιστον μέρος τῆς Νήσου ἀφιερωμένος εἰς τό Δεσποτικόν τοῦτο γεγονός, τό ὁποῖον παραπέμπει εἰς τήν Ἁγίαν Ἱερουσαλήμ καί ἑορτάζει τήν μετα-πασχάλιον περίοδον, ὡς ἐπίσης καί εἰς μνήμην τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Φιλουμένου, συγχρόνου Ἁγιοταφίτου, ἓλκοντος Κυπριακήν τήν καταγωγήν, ἐκδαπανήσαντος ἑαυτόν εἰς τήν διακονίαν τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων καί ἐπισφραγίσαντος διά τοῦ μαρτυρίου τήν ὁσίαν βιωτήν αὐτοῦ, καταστάντος δέ φαεινοῦ παραδείγματος διά τούς ἐπιγιγνομένους. Ἡ ὑλοποίησις, τοῦ μεγαλεπηβόλου τούτου ἒργου, κατέστη ἐφικτή, ἐν μέσῳ τῆς ἐπισυμβάσης παγκοσμίου οἰκονομικῆς δυσπραγίας, χάριν εἰς τήν ὁλόθυμον καί γενναιόδωρον χορηγίαν τοῦ εὐλαβεστάτου ρώσου ἐπιχειρηματίου κ. Ἲγκορ Ἀλτοῦσκιν, ἐπιδειξαμένου συγκινητικόν καί ἀμέριστον ἐνδιαφέρον διά τήν πρόοδον τοῦ ἒργου, καταστάντος τοιουτοτρόπως Μέγας Εὐεργέτης τῆς Ἐξαρχίας καί κατ’ ἐπέκτασιν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, πρός τόν ὁποῖον καί ἐκφράζονται ὁλόθυμοι εὐχαριστίαι, εὐαρέσκεια καί ἀίδιος εὐγνωμοσύνη. Εἰς τό Συγκρότημα τῆς Ἐξαρχίας σήμερον στεγάζονται: • τό διαμέρισμα τοῦ Πατριάρχου, ὁσάκις οὗτος παρεπιδημεῖ εἰς Κύπρον, • τό ἐνδιαίτημα τοῦ ἑκάστοτε Ἐξάρχου καί τῶν κληρικῶν, • τό Συνοδικόν, • ἡ Τραπεζαρία, • ἡ Βιβλιοθήκη, • τά Γραφεῖα τῆς Ἐξαρχίας καί • οἱ Ξενῶνες. Εὐελπιστοῦμεν ὃτι, εὐχαῖς καί προσευχαῖς πάντων, τό ἂρτι ἐγκαινιασθέν Συγκρότημα τῆς Ἐξαρχίας, ἀποβήσεται πρωτίστως πνευματικός πόλος καί πρόβολος τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Πίστεως, μέσῳ τῆς στενῆς συνεργασίας μετά τῆς ἐπιτοπίου Ποιμενούσης Ἐκκλησίας, τῆς Ἱερᾶς, δηλονότι Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου καί τοῦ Μακαριωτάτου Προκαθημένου Αὐτῆς, ἀποτελέσει διά τήν Μεγαλόνησον σημεῖον ἀναφορᾶς, εἰς θέματα σχετιζόμενα πρός τήν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων, τήν Ἁγιοταφιτικήν Ἀδελφότητα καί τά ὑπ’ αὐτῆς διακονούμενα καί προασπιζόμενα Πανάγια Προσκυνήματα τῆς Χριστιανωσύνης, σύνδεσμον δ’ ἀσφαλῆ καί ζῶντα μετά τῆς σεπτῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἡγεσίας, Σιών τῆς Παμμήτορος καί τῶν Παναγίων Προσκυνημάτων, Ὧν τήν χάριν καί τάς εὐλογίας ἐπιδαψιλεύει ἐπί τούς προσερχομένους πιστούς.